- τυπάς
- τυπάςmalletfem nom sgτυπά̱ς , τυπήblowfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυπάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. τυπάδα. (II) ο, Ν (ιδιωμ. τ.) 1. αυτός που έχει ύφος 2. καπάτσος, τσίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. άς (πρβλ. γυναικ άς, φαφλατ άς)] … Dictionary of Greek
τυπάδι — τυπάς mallet fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπάδα — η / τυπάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. βαρύ σιδερένιο σφυρί, βαριά, βαριοπούλα 2. σφυρί από μαλακή ύλη κατάλληλο για την αβλαβή λύση ή συναρμολόγηση μηχανήματος 3. σφύρα από χοντρό κυλινδρικό ξύλο, χρησιμοποιούμενη για ισοπέδωση χωμάτων αρχ. σφυρί.… … Dictionary of Greek